Amateur among Amateurs

•16 Δεκεμβρίου, 2012 • Σχολιάστε

Image

We are amateurs at swimming. We are amateurs at waking up each morning. We are amateurs at watching clouds. We are amateurs at biting our nails. We are amateurs at singing out loud. We are amateurs at inventing words. We are amateurs at smiling. We are amateurs at falling asleep. We are amateurs at falling in love. We are amateurs at curling our toes. We are amateurs at dancing free. We are amateurs at dreaming. We are amateurs at growing…

(Salon des Amateurs- Dusseldorf)

Walk, Run, Fly …

•13 Δεκεμβρίου, 2011 • 3 Σχόλια

…»Even if you fall flat on your face, at least you are moving forward»


Ένα φανάρι πτήση αχόργαγη

•10 Νοεμβρίου, 2011 • 9 Σχόλια

Στο δρόμο λίγο σταματάς στην κίνηση, το φανάρι πρασίνησε και μετά κοκκίνησε, κι εσύ αφηρημένα ξεκινάς να στρίβεις, λίγο το τιμόνι και μαζί το χαρτί, κινήσεις μετρημένες και τέλειες, στα γόνατά σου πιο πάνω ακουμπισμένη άτσαλα η θήκη η μωβ και τα γαλάζια χαρτάκια λίγο πιο πέρα, ένα φίλτρο στο στόμα -μελετημένη συγχορδία εκτελεσμένη σε χρόνο ενεστώτα- και τα δάχτυλα θρυμματίζουν τον καπνό σε μια φλύαρη υποψία τσιγάρου, ψάχνεις τον αναπτήρα στα τυφλά με κινήσεις γρήγορες, σχεδόν παράλογες, ψάχνεις στο κάθισμα, στις θήκες  γύρω τριγύρω, μέσα στην παρατημένη τσάντα, κάπου στη δεξιά θέση την άδεια, μαζί με όλα τα πράγματα, το μαντίλι, το πεταμένο Αθηνόραμα από το πρωί –πώς τα στοιβάζεις όλα έτσι εκεί μια ζωή;-  και τα μάτια είναι έξω και βολτάρουν

απέναντι

πιο πέρα

κι ακόμα μακρύτερα

βλέμμα αφηρημένο και πουθενά δεν κοιτά μόνο σκέφτεται με εικόνες και κάνει ταξίδια μακρινά και ονειροπόλικα, φωτογραφίες γνώριμες και αισθήσεις ακριβές και καθάριες και ζωντανές και παιχνιδιάρικες, θυμάσαι να θυμηθείς εκεί  τότε μακρυα εδώ δίπλα που κάπου ήμουν και ήσουν και ήμασταν και τότε όλα ήταν αλλιώς, όχι καλύτερα, απλά αλλιώς, αλλιώτικα, διαφορετικά, τώρα και τότε και μετά και πόσο κοντινά όλα μέσα σου, πόσο το κοντέρ των αποστάσεων το μηδενίζει λίγη αγάπη, λίγη αγκαλιά του νου…

 Τα δάχτυλα συνεχίζουν και ψάχνουν νευρικά, ψιλαφιστά, γαργαλητά, ακουμπάς, βρίσκεις, φέρνεις στο πρόσωπο, ανάβεις φλόγα, το βλέμμα ευθεία μπροστά, σεντόνια λευκά και μαξιλάρια και έλατα, βουνά και πηγές νερού παγωμένου, πόσο επιρρεπής στο όνειρο, πόσο ταξίδι χρειάζεσαι για να χορτάσεις, μα θες να χορτάσεις αλήθεια;

Λόλα

•6 Νοεμβρίου, 2011 • Σχολιάστε

(…Εξαιρετικά αφιερωμένο σε μια ψυχή κάπου εκεί έξω…)

Ούτε που θυμόταν πού και πότε ξεκίνησε η κατρακύλα. Το τοποθετούσε κάπου ανάμεσα στα τριακοστά πέμπτα της γενέθλια, στην έναρξη των μητρικών της ενστίκτων και στο χωρισμό της με το Μάνο.

Ξεχύθηκε τότε στους δρόμους ψάχνοντας αυτό το «κάτι» που θα της γέμιζε το κενό. Δοκίμασε πολλά κόλπα κι ακολούθησε πολλών τις συμβουλές. Άρχισε μαγειρική και οινοποσία. Μασάζ με λάδια και μια αραβική παραλλαγή του Κάμα Σούτρα με αγνώστους, προσαρμοσμένη για αθεράπευτα ρομαντικούς εραστές που ψάχνουν το δρόμο προς τη λύτρωση. Βραχυπρόθεσμα, αυτό το τελευταίο κάπως λειτούργησε, αλλά πολύ σύντομα ξέχασε να αποστασιοποιηθεί επαρκώς και πριν καλά-καλά το καταλάβει κατέληξε ερωτευμένη με έναν αλλοπρόσαλλο σεξομανή τύπο που το μόνο που κατάφερε φεύγοντας ήταν να την αφήσει περισσότερο εξαντλημένη (νου τε και σώματι) και εν δυνάμει φορέα ανόσιων νοσημάτων. Ευτυχώς βγήκε σχετικά αλώβητη από την ιστορία τούτη και ξεχνώντας τους λόγους που την οδήγησαν ως εκεί, άρχισε υπνωτισμό για να τους βρει, αρωματοθεραπεία γιατί κάποιος της το πρότεινε και δοκίμασε να ασπαστεί περίεργα ανατολικοδυτικά θρησκευτικά κράματα, που ήταν άλλωστε και πολύ της μόδας. Μετά από πολλές ώρες προσπάθειας κατάφερε να αποδεχτεί την αποτυχία της και να συμφιλιωθεί με το κενό της. Έπαθε ολική κατάθλιψη, πέρασε μια διαδικασία απεξάρτησης από τον πνευματιστή της και τα αρώματα και σκέφτηκε να αυτοκτονήσει.

Ένα πρωί μέσα σε όλον αυτό τον πανικό, ξέχασε να πάει στην δουλειά. Επίσης ξέχασε να φάει και να πιεί. Αυτό πρέπει να κράτησε περισσότερες από μια ημέρες γιατί κάπως έγινε και ξύπνησε σε ένα χιλιομπαλωμένο στρώμα στο δεύτερο όροφο ενός νοσοκομείου. Κατά γενική ομολογία ο οργανισμός της κατέρρεε. Νευρικός κλονισμός ή κάτι παρεμφερές. Τα ψιλά γράμματα των ενδοϊατρικών κουτσομπολιών έλεγαν ότι ήταν γόνος μεγάλης οικογένειας με γονείς που την παραμελούσαν όταν ήταν μικρή. Τα ψιθύριζαν μεταξύ τους οι νοσοκόμες. Δεν ήταν σε θέση για πολύ καιρό να μιλήσει και να χαλάσει το καλοστημένο παραμύθι τους. Μετά την ολοκληρωτική απουσία επισκέψεων το «γόνος μεγάλης οικογένειας» κατέρρευσε σα σενάριο και αντικαταστήθηκε από το «παιδί χωρίς οικογένεια». Μάλλον λέει είχε «πέσει στα ναρκωτικά και είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας»…

______________

Κάποια στιγμή απλά ξύπνησε. Το κενό είχε κάπως μικρύνει, σχεδόν δεν υπήρχε πια.  Σηκώθηκε και ζαλίστηκε. Σύρθηκε στο μπάνιο μουδιασμένη. Έπλυνε το πρόσωπό της. Έκανε ένα μπάνιο ζεστό. Το νερό κύλησε στοργικά στο ξεχαρβαλωμένο και αφυδατωμένο δέρμα της.  Μπροστά της ξεχύθηκε η εικόνα του γυμνού της κορμιού να επιπλέει σε καταγάλανα νερά κάτω απ τον ήλιο. Μύρισε την αλμύρα και οι τρίχες της ανασηκώθηκαν αυθάδικα. Με αργές, ευλαβικές κινήσεις σκουπίστηκε. Ζήτησε τα ρούχα της και ντύθηκε. Δεν είπε τίποτα στην απορημένη νοσοκόμα. Αποφάσισε να συντηρήσει το μύθο της. Θα αποτελούσε το πρωινό κουτσομπολιό του δευτέρου ορόφου.

Βγήκε έξω και προχώρησε. Πρώτα στους διαδρόμους και μετά στον προαύλιο χώρο του νοσοκομείου. Συνέχισε. Σιγά-σιγά και με το μαλακό. Βήματα αργά μα σίγουρα, πλάτη καλλίγραμμα στητή, μαλλιά που ασφυκτιούσαν μέσα στον κότσο, μαλλιά αέρινα και δυνατά, που περιμέναν μια απλή κίνηση για να ξεχυθούν και να αγκαλιάσουν τους γυμνούς της ώμους. Σταμάτησε και κάθισε σε ένα παγκάκι.«Τώρα ξέρω τι θέλω» σιγοψιθύρισε…

Ο περιπτεράς καθώς της έδινε τη σοκολάτα της χαμογέλασε. Της άρεσε που της χαμογέλασε. Είπε ευχαριστώ και τα μάγουλά της συσπάστηκαν καταφέρνοντας έναν μορφασμό περίεργο, κάτι ανάμεσα σε πόνο και έκπληξη. Το πρόσωπό της παραπονιόταν, οι μύες του σα να είχαν ξεχάσει τη γλώσσα τους…

Αγκάλιασε το νέο της απόκτημα. Ξετύλιξε το χαρτί σιγά-σιγά, σχεδόν τελετουργικά και τα μάτια της έλαμψαν. Ακούμπησε προσεκτικά τη σοκολάτα στην άκρη της γλώσσας και μόλις ένιωσε έτοιμη, δάγκωσε ένα μικρό κομμάτι…Οι γευστικές τις απολήξεις ηλεκτρίστηκαν ηδονικά. Πόσο καιρό έλειπε; Πόσο πολύ;

Σ’ αυτό το παιχνίδι όλο χτυπάω

•24 Οκτωβρίου, 2011 • 7 Σχόλια

Γύρω-γύρω όλοι, πας να ανέβεις, πέφτεις, σκοτώνεσαι, σηκώνεσαι, γαντζώνεσαι, σκαρφαλώνεις, ματώνεις, στέκεσαι ολόρθος και βλέπεις τη θέα και ζαλίζεσαι, καμιά φορά σχεδόν πετάς, ταξιδεύεις, συνομωτείς με το φως και φτιάχνεις ποιήματα, τολμάς, κλαις, αγαπιέσαι, χλευάζεσαι, ταρακουνιέσαι, λαχανιάζεις, ιδρώνεις, εξατμίζεσαι, ερωτεύεσαι, τσουλάς προς το μέλλον ψυθιριστά και σκανταλιάρικα και πονεμένα, κοιτάς πίσω και μπροστά και μπερδεύεσαι, φοβάσαι, και μετά πάλι πέφτεις, πού θα πας, εδώ είμαι, προλαβαίνεις, πιάσε με, λίγο ακόμα και θ΄ ανέβεις πάλι, προσπάθησε κι άλλο, κρατήσου σφιχτά, δυνάμωσε, μη μ αφήσεις –δε σ’ αφήνω-, πόσο γρήγορα γυρνάς!, σταμάτα –ποτέ δε σταματάω-, φοβάμαι –μη φοβάσαι-, αν πιαστώ γερά θα ανέβω –πιάσε το χέρι μου-, αν μ’ αγκαλιάσεις θα ανέβω –αγκάλιασέ με-, περίμενε σ’ έπιασα, κράτα με, μη μ αφήσεις να πέσω –δε θα πέσεις σε κρατάω-…

«Άξιον εστί ένα κίτρο απ’ όπου ο ουρανός εχύθηκε..»

•21 Οκτωβρίου, 2011 • 4 Σχόλια

Μέσα στην ανάγκη για ένα ακόμη ταξίδι στην πόλη, βρέθηκα μετά τη δουλειά να περπατώ προς σταθμό Λαρίσσης με τελικό προορισμό μια έκθεση και στην καλύτερη ένα φευγιό.

Είδα τη θάλασσα σε φωτογραφία και ήταν περίεργο, γιατί Ένιωσα. Και είναι δύσκολο να Νιώσεις με θέμα ακόμα μια φορά τη θάλασσα σε φόντο ασπρόμαυρο.

Και υπήρχε στις εικόνες η αλήθεια αυτή της τέχνης η σπάνια, η ειλικρίνεια στη ματιά χωρίς στόχο, χωρίς επιτήδευση, χωρίς ξεζούμισμα του θέματος για ένα κλικ.

Και ένιωσα συγκίνηση για τον τόπο αυτό και τις πέτρες του, που είχα ξεχάσει πώς είναι…

Abranowicz William, 1998, Παιδιά σε Παράσταση Καραγκιόζη

ΥΓ: Αν πάτε μέχρι εκεί, πριν δείτε την έκθεση, κάντε ένα κόπο να διαβάσετε την εισαγωγή του βιβλίου του… Τρεις σελίδες και γαρνίρουν τις εικόνες με αληθινό συναίσθημα…

ΥΓ2: Και οι λάτρες θα θυμηθείτε το βάθος ενός φιλμ ;-)

Πεντάλεπτη Άσκηση σε Μείζονα Κλίμακα

•16 Οκτωβρίου, 2011 • 5 Σχόλια

Γυρνώντας στο σπίτι σήμερα έστρεψα το βλέμμα στο παράθυρο για να συναντήσω μια εικόνα γνώριμη, μια εικόνα που σε πείσμα των καιρών καταφέρνει τον τελευταίο καιρό και παρκάρει μια μικρή αγκαλιά γύρω από τους ώμους της ψυχής μου…

Και συμπαραστεκόμενη σε κάποια που προσπαθεί, θα προσπαθήσω κι εγώ έστω για τα επόμενα λεπτά να μείνω στην εικόνα τούτη,  στο ταξίδι αυτό μέσα στα σύννεφα και τη μεγάλη πόλη, στη βροχερή μυρωδιά του βασιλικού και του ανυπόταχτου ανέμου, υπό τους ήχους ενός συναισθήματος που ίσως και να είναι ελπίδα.

Πατάω το Play και καλό ταξίδι:

«…»

•9 Οκτωβρίου, 2011 • 5 Σχόλια

Και τελευταία επειδή δε μπορώ να κοιμηθώ εύκολα ή αρκετά,  αναγκάζομαι να περνάω πολύ χρόνο της ημέρας ονειροβατώντας καθιστή και με τα μάτια ανοιχτά, ορθάνοιχτα, χωρίς να κοιτάω πουθενά συγκεκριμένα, ξέροντας ωστόσο με ακρίβεια τι είναι αυτό που βλέπω.

Ο ήλιος ανεβοκατεβαίνει ζωοδότης και ταπεινωτικός με το φως και το μεγαλείο του, και έχει περίεργες δυνάμεις στα ξύπνια όνειρά μου, δυνάμεις αυξομειωτικές στο μυϊκό μου τόνο, με φέρνει στα ίσια μου και με προσγειώνει ευθεία στο διαμερισματάκι μου, επίγειος προορισμός στο γαλαξιακό στερέωμα με συστημμένο γραμματόσημο και με βλέπω να κάνω σήμερα, αυτή τη στιγμή που πληκτρολογώ,  σήμερα, τώρα, κάτι που δε θα ξανασυμβεί ποτέ εδώ, κάτι που με τον τρόπο του τον αστείο προσίδει σε εμένα και σε εσάς και στον κόσμο γύρω μια κάποια χρονική και τοπική μοναδικότητα.

Και νά ’μαι που λέτε δίπλα μου τώρα, και τρώω παγωτό χωνάκι υπό το φως ενός γλόμπου μωβ μουρμουρίζοντας κάτι ακατάληπτα λόγια στον εαυτό μου, προσποιούμενη ότι είμαι από πλανήτη άλλο, μόνο που καταλαβαίνω τι μου λεω και μπορώ απ ότι φαίνεται και να το επαναλάβω, δεν είναι τυχαίες οι λέξεις ουτε και τόσο ακατάληπτες, και ναι, τα πιο απίθανα πράγματα τελικά μπορεί και να συμβαίνουν, και κατά πώς φαίνεται μπορεί να ξέρω κι άλλη γλώσσα -κάτι που δημιουργεί τεράστιο μυστήριο στην εικόνα-, μια γλώσσα που από κάπου μέσα μου ίσως ξεπατικώθηκε σαν τις ζωγραφιές στο νηπιαγωγείο και τώρα, νά που είμαι ήδη όρθια και χοροπηδάω κουτσό μέχρι την κουζίνα, γύρω στα πέντε μέτρα σα να λέμε δηλαδή, και περνάω ακριβώς από πίσω μου, περνάω πίσω από το γραφείο που κάθομαι αγγίζοντάς με φευγαλέα στον ώμο και μπαίνω στην κουζίνα στο ένα πόδι γελώντας και στην κουζίνα ξαφνικά βρέχει και μετά έχει ουράνιο τόξο σε τόνους του γκρί σαν ασπρόμαυρο αρνητικό και εμένα μ’ αρέσει, αχ πόσο μ’ αρέσει, και το ξέρω, είμαι σίγουρη ότι κανείς άλλος δε θα ξαναζήσει κάτι ακριβώς το ίδιο, κάτι επακριβώς ολόιδιο στο ίδιο κιόλας μέρος, και η όρθια εικόνα μου στην κουζίνα στο ένα πόδι μεσα στα νερά κι αυτή μοναδική μέσα στη στιγμή και εσείς που τη  μοιράζεστε μαζί μου και εσείς το ίδιο μοναδικοί στο χωροχρόνο και τικι τικι τικι τα πλήκτρα και μπλινγκ μπλινγκ  τα μάτια ανοιγοκλείνουν και εγώ είμαι εδώ καθιστή και πληκτρολογώ, και η κουζίνα ξαφνικά άδειασε και είναι ολόστεγνη και καταλήγω να παρατηρώ  με ενδιαφέρον το πόδι μου το αριστερό που είναι ελαφρώς σηκωμένο από το πάτωμα χωρίς λόγο κανένα, ενώ εγώ κάθομαι στην καρέκλα και κάνω μπλινκ μπλινκ και πατάω τρεις τελείες συνεχόμενα γιατί θέλω να το αφήσω ελεύθερο να με πάει όπου πηγαίνει αυτό το όνειρο και ας μην ξυπνήσω, γιατί είμαι μόνη μου στο ένα πόδι και στην κουζίνα βρέχει και θέλω την πολύχρωμη ομπρέλα μου να ανοίξω και να πετάξω απ το παράθυρο σαν τη Μαίρη την Πόππινς…

Περίεργα πράγματα…

“Wiped out, no concentration

They got us basking in a storm

I watch it as it loses form

Darling,

Don’t got to worry, you ‘re locked in tight

Darling

Don’t got to worry, turn out the light”

Surtout Aqui Surtout Partout

•30 Σεπτεμβρίου, 2011 • 4 Σχόλια

………

The only people for me are the mad ones, the ones who are mad to live, mad to talk, mad to be saved, desirous of everything at the same time, the ones who never yawn or say a commonplace thing, but burn, burn, burn, like fabulous yellow Roman candles exploding like spiders across the stars, and in the middle, you see the blue center-light pop, and everybody goes «ahh…»

………

Stranger Innocence

•22 Σεπτεμβρίου, 2011 • 5 Σχόλια

Mερικές φορές η ζωή με περισσή ειρωνία κοντοστέκεται μπροστά στο παραπέτασμα που με τόσο κόπο, τόσο καιρό, σπιθαμή τη σπιθαμή και δάκρυ το δάκρυ σήκωνες:  φτιασιδια πλαστικά και χειροποίητα, αποξηραμένα κλαδιά ένα-ένα και φτερά και ψίχουλα, κουρελάκια πολύχρωμα και σκισμένες εφημερίδες ένας σωρός, μια φωλιά της ψυχής για να κρύβεται σε ώρα ανάγκης, να μην κρυώνει, να μην πονά.

Και εκεί που κοντοστέκεται απλά για να σε προετοιμάσει –αφού την ξέρεις τί κάργια είναι, ακόμα να τη μάθεις τόσα χρόνια; Εκεί λοιπόν που κοντοστέκεται  δίνει μία και τα κάνει όλα λίμπα τόσο εύκολα, σαν το λύκο σε εκείνο το παραμύθι με τα γουρουνάκια .

Θυμάμαι όμως πως για κάποιο λόγο τον λυπόμουν εγώ το λύκο που πάντα τον έλεγαν κακό και όχι ελεύθερο, και θύμωνα με τα γουρουνάκια που κρύβονταν εκεί πίσω και περίμεναν το λύκο να φανεί.

Αλλά αυτή τη φορά τα γουρουνάκια μπορούν να πάνε σ’ ένα μέρος μακρινό, ένα εξωτικό νησί ας πούμε, όπου δεν έχει λύκους, κι αν έχει είναι από αυτούς που τους χαιδεύεις και σου λένε ιστορίες πριν κοιμηθείς, και ποτέ μα ποτέ δε σε φοβίζουν και δε σε δαγκώνουν, μόνο όποτε το κάνουν κέφι σου απλώνουν το χέρι και σε ταξιδεύουν ακόμα μακρύτερα…